- ἀνύσματα
- ἄνυσμαaccomplishmentneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φασίμετρο — Όργανο μέτρησης διαφορών φάσης μεταξύ περιοδικών ηλεκτρικών μεγεθών με την ίδια συχνότητα. Βλ. λ. φάση. Φασίμετρο: με το όργανο αυτό μετριέται το συνημίτονο της γωνίας, η οποία σχηματίζεται από τα ανύσματα του ηλεκτρικού ρεύματος και της φάσης. 1 … Dictionary of Greek
νυδιάστατος κόσμος — Ορολογία στη μαθηματική επιστήμη με προεκτάσεις στη φιλοσοφία. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα η ευκλείδια γεωμετρία που περιγράφει τρισδιάστατα συστήματα έπαψε να αποτελεί το κύριο εργαλείο στα χέρια των μαθηματικών. Σε αυτό συντέλεσαν οι… … Dictionary of Greek